Étincellement στα ελληνικά

Μετάφραση: étincellement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αστραφτερός, γυαλίζω, σπινθηροβόλος, αφρώδης, λαμπερός, απαστράπτω, λάμπω, λάμψη, σπινθήρισμα, sparkle, σπινθηρίσματος
Étincellement στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antichoc στα ελληνικά - απορροφά τους κραδασμούς, που απορροφά τους κραδασμούς, shockproof, προστατευόμενο από τους κραδασμούς, προστατευόμενη από τους κραδασμούς
  • attelai στα ελληνικά - αξιοποιηθεί, αξιοποιηθούν, επιστρατευθούν, αξιοποιείται, τιθασευτεί
  • bluet στα ελληνικά - Bluet
  • causant στα ελληνικά - προκαλώντας, προκαλεί, προκαλούν, που προκαλεί, που προκαλούν
Τυχαίες λέξεις
Étincellement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αστραφτερός, γυαλίζω, σπινθηροβόλος, αφρώδης, λαμπερός, απαστράπτω, λάμπω, λάμψη, σπινθήρισμα, sparkle, σπινθηρίσματος