Accréditez στα ελληνικά
Μετάφραση: accréditez, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accréditer στα ελληνικά - διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει
- accréditeur στα ελληνικά - αντίκρισμα, εχέγγυο, εγγυητής, εγγυώμαι, εγγύηση, χορηγός, χορηγώ, ...
- accréditons στα ελληνικά - εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει
Τυχαίες λέξεις
Accréditez στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει