Affecté στα ελληνικά

Μετάφραση: affecté, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Affecté στα ελληνικά

Μεταφράσεις

  • affectant στα ελληνικά - επηρεάζουν, που επηρεάζουν, επηρεάζει, που επηρεάζει, αφορούν
  • affectation στα ελληνικά - ανάθεση, προορισμός, ποζάρω, καταμερισμός, προσποίηση, κλήρος, ειμαρμένη, ...
  • affectent στα ελληνικά - παριστάνω, επηρεάζω, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
  • affecter στα ελληνικά - κινούμαι, επηρεάζω, αγγίζω, μετακομίζω, κίνηση, προγραμματίζω, επιτηδεύομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Affecté στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει