Ami στα ελληνικά
Μετάφραση: ami, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τύπος, φίλοι, ταίρι, συσχετίζω, συνάδελφος, φίλος, συνέταιρος, γκόμενος, ζευγαρώνω, φιλαράκος, φίλη, ύπαρχος, άντρας, φίλο, φίλου, ο φίλος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ameutées στα ελληνικά - στασίασαν, εξεγέρθηκαν, στασιασμένος, rioted, προκάλεσαν ταραχές
- ameutés στα ελληνικά - στασίασαν, εξεγέρθηκαν, στασιασμένος, rioted, προκάλεσαν ταραχές
- amiable στα ελληνικά - ευγενικός, καλός, ήπιος, αξιαγάπητος, αγαθός, κοινωνικός, καραμέλα, ...
- amiante στα ελληνικά - αμίαντος, αμίαντο, αμιάντου, τον αμίαντο, αμίαντου
Τυχαίες λέξεις
Ami στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τύπος, φίλοι, ταίρι, συσχετίζω, συνάδελφος, φίλος, συνέταιρος, γκόμενος, ζευγαρώνω, φιλαράκος, φίλη, ύπαρχος, άντρας, φίλο, φίλου, ο φίλος
Μεταφράσεις: τύπος, φίλοι, ταίρι, συσχετίζω, συνάδελφος, φίλος, συνέταιρος, γκόμενος, ζευγαρώνω, φιλαράκος, φίλη, ύπαρχος, άντρας, φίλο, φίλου, ο φίλος