Amulette στα ελληνικά
Μετάφραση: amulette, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυλαχτό, φυλακτό, το φυλακτό, φυλακτού, φυλαχτό του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ampèremètre στα ελληνικά - αμπεριόμετρο, ammeter, αμπερόμετρο, αμπερόμετρου, αμπερομέτρου
- amsterdam στα ελληνικά - Άμστερνταμ, Amsterdam, Αμστερνταμ, του Άμστερνταμ
- amusa στα ελληνικά - διασκεδάζει, διασκεδάζουν, διασκέδασε, διασκεδασμένος, διασκεδασμένο
- amusai στα ελληνικά - διασκεδάζει, διασκεδάζουν, διασκέδασε, διασκεδασμένος, διασκεδασμένο
Τυχαίες λέξεις
Amulette στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυλαχτό, φυλακτό, το φυλακτό, φυλακτού, φυλαχτό του
Μεταφράσεις: φυλαχτό, φυλακτό, το φυλακτό, φυλακτού, φυλαχτό του