Appropriation στα ελληνικά

Μετάφραση: appropriation, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάλυμα, προσαρμογή, υιοθέτηση, σφετερισμός, ρύθμιση, υιοθεσία, στέγαση, διασκευή, οικειοποίηση, πίστωση, πιστώσεις, Η πίστωση, πίστωσης
Appropriation στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • appropriant στα ελληνικά - ιδιοποιείται, ιδιοποίηση, ιδιοποιούνται, οικειοποιηθούν, οικειοποιηθεί
  • approprie στα ελληνικά - ιδιοποιείται, οικειοποιείται, σφετερίζεται, ιδιοποιείται τα
  • approprient στα ελληνικά - κατάλληλος, σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, ιδιοκτησία, κυριότητα, ιδιοκτησίας, κυριότητας, ...
Τυχαίες λέξεις
Appropriation στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάλυμα, προσαρμογή, υιοθέτηση, σφετερισμός, ρύθμιση, υιοθεσία, στέγαση, διασκευή, οικειοποίηση, πίστωση, πιστώσεις, Η πίστωση, πίστωσης