Assaisonner στα ελληνικά
Μετάφραση: assaisonner, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίοδο, ντύνομαι, φόρεμα, ντύνω, περίοδος, νοστιμίζω, μπαχαρικό, καρυκεύω, καρύκευμα, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assaisonnement στα ελληνικά - άρτυμα, καρυκεύω, μπαχαρικό, δέσιμο, ζήλος, καρύκευμα, καρυκεύματα, ...
- assassin στα ελληνικά - δολοφόνος, φονικός, Assassin, δολοφόνο, δολοφόνου, δολοφόνων
- assassina στα ελληνικά - δολοφονήθηκε, δολοφονήθηκαν, δολοφόνησε, δολοφονηθεί, δολοφονούνται
Τυχαίες λέξεις
Assaisonner στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίοδο, ντύνομαι, φόρεμα, ντύνω, περίοδος, νοστιμίζω, μπαχαρικό, καρυκεύω, καρύκευμα, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
Μεταφράσεις: περίοδο, ντύνομαι, φόρεμα, ντύνω, περίοδος, νοστιμίζω, μπαχαρικό, καρυκεύω, καρύκευμα, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου