Asseoir στα ελληνικά
Μετάφραση: asseoir, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουνό, εργοστάσιο, κάθισμα, φυτό, τόπος, ενδυναμώνω, μέρος, όρος, καρδαμώνω, τοποθετώ, κάθομαι, φυτεύω, αυξάνομαι, καθίζω, κανονίζω, εγκαθίσταμαι, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assermentation στα ελληνικά - Οι όρκοι, όρκοι, όρκους, τους όρκους, όρκους ανάληψης
- assermenté στα ελληνικά - ορκισμένος, ορκίζομαι, ορκιστεί, ένορκη, ορκίστηκε, ορκωτοί, ορκωτούς
Τυχαίες λέξεις
Asseoir στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουνό, εργοστάσιο, κάθισμα, φυτό, τόπος, ενδυναμώνω, μέρος, όρος, καρδαμώνω, τοποθετώ, κάθομαι, φυτεύω, αυξάνομαι, καθίζω, κανονίζω, εγκαθίσταμαι, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας
Μεταφράσεις: βουνό, εργοστάσιο, κάθισμα, φυτό, τόπος, ενδυναμώνω, μέρος, όρος, καρδαμώνω, τοποθετώ, κάθομαι, φυτεύω, αυξάνομαι, καθίζω, κανονίζω, εγκαθίσταμαι, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας