Assermenté στα ελληνικά

Μετάφραση: assermenté, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκισμένος, ορκίζομαι, ορκιστεί, ένορκη, ορκίστηκε, ορκωτοί, ορκωτούς
Assermenté στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asseoir στα ελληνικά - βουνό, εργοστάσιο, κάθισμα, φυτό, τόπος, ενδυναμώνω, μέρος, ...
  • assermentation στα ελληνικά - Οι όρκοι, όρκοι, όρκους, τους όρκους, όρκους ανάληψης
  • assertion στα ελληνικά - επιχείρηση, διεκδίκηση, ισχυρισμός, πρόβλημα, ισχυρίζομαι, διεκδικώ, διαβεβαίωση, ...
  • asservi στα ελληνικά - δουλοπρεπής, εξυπηρετικός, υποταγμένη, υποχείρια, υποτακτικός
Τυχαίες λέξεις
Assermenté στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκισμένος, ορκίζομαι, ορκιστεί, ένορκη, ορκίστηκε, ορκωτοί, ορκωτούς