Assurance στα ελληνικά
Μετάφραση: assurance, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασφάλιση, εχέγγυο, εξουσία, αντίκρισμα, κορμοστασιά, προφύλαξη, εγγύηση, περιφρουρώ, αυθεντία, κατοχυρώνω, βεβαιότητα, μέριμνα, εμπιστοσύνη, σιγουριά, υπόσχομαι, εγγυώμαι, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assura στα ελληνικά - βέβαιος, εξασφαλισμένη, διαβεβαίωσε, εξασφαλισμένες, εξασφαλισμένης
- assurai στα ελληνικά - βέβαιος, εξασφαλισμένη, διαβεβαίωσε, εξασφαλισμένες, εξασφαλισμένης
- assurant στα ελληνικά - εξασφαλίζοντας, διασφαλίζοντας, διασφάλιση, την εξασφάλιση, εξασφάλιση
- assure στα ελληνικά - εξασφαλίζει, βεβαιώνει, διασφαλίζει, βεβαιώνεται
Τυχαίες λέξεις
Assurance στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασφάλιση, εχέγγυο, εξουσία, αντίκρισμα, κορμοστασιά, προφύλαξη, εγγύηση, περιφρουρώ, αυθεντία, κατοχυρώνω, βεβαιότητα, μέριμνα, εμπιστοσύνη, σιγουριά, υπόσχομαι, εγγυώμαι, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών
Μεταφράσεις: ασφάλιση, εχέγγυο, εξουσία, αντίκρισμα, κορμοστασιά, προφύλαξη, εγγύηση, περιφρουρώ, αυθεντία, κατοχυρώνω, βεβαιότητα, μέριμνα, εμπιστοσύνη, σιγουριά, υπόσχομαι, εγγυώμαι, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών