Autonome στα ελληνικά
Μετάφραση: autonome, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεξάρτητος, τσάμπα, αυτόνομος, αυτεξούσιος, δωρεάν, αδέσμευτος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- automédication στα ελληνικά - αυτοθεραπείας, αυτοθεραπεία, την αυτοθεραπεία, η αυτοθεραπεία, αυτοφαρμακία
- automédon στα ελληνικά - οδηγός, μαστίζω, μαστιγώνω, νικώ, Αυτομεδών, Ο Αυτομεδών, Αυτομεδών τα, ...
- autonomie στα ελληνικά - αυτονομία, ελευθερία, ανεξαρτησία, αυτονομίας, την αυτονομία, της αυτονομίας, η αυτονομία
- autoportrait στα ελληνικά - αυτοπροσωπογραφία, αυτοπροσωπογραφίας, αυτοπορτρέτο
Τυχαίες λέξεις
Autonome στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεξάρτητος, τσάμπα, αυτόνομος, αυτεξούσιος, δωρεάν, αδέσμευτος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
Μεταφράσεις: ανεξάρτητος, τσάμπα, αυτόνομος, αυτεξούσιος, δωρεάν, αδέσμευτος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο