Commodité στα ελληνικά

Μετάφραση: commodité, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνεση, εμπόρευμα, καταπραΰνω, αγαθό, παρηγορώ, ευκολία, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή
Commodité στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • commode στα ελληνικά - στήθος, άνετος, βολικός, κατάλληλος, εύκολος, βολικό, βολική
  • commodes στα ελληνικά - αποχωρητήριο, κομοδίνα, κομό, νυκτός, νυκτός σε κάθισμα
  • commodités στα ελληνικά - αποχωρητήριο, τουαλέτα, ανέσεις, παροχές, ευκολίες, ανέσεων, τις ανέσεις
  • commodément στα ελληνικά - εύκολα, βολικά, βολική, καλή, σε βολική
Τυχαίες λέξεις
Commodité στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνεση, εμπόρευμα, καταπραΰνω, αγαθό, παρηγορώ, ευκολία, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή