Εμπόρευμα στα γαλλικά

Μετάφραση: εμπόρευμα, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
article, marchandise, commodité, biens, produit, denrée, produits, marchandises
Εμπόρευμα στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπόρευμα

εμπόρευμα μετάφραση, εμπόρευμα και χρήμα, το εμπόρευμα, εμπόρευμα στα αγγλικά, εμπόρευμα αγγλικά, εμπόρευμα λεξικό γλώσσας γαλλικά, εμπόρευμα στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • εμπρός στα γαλλικά - eh, expédier, précoce, effronté, bonjour, acheminez, avant, ...
  • εμπόδιο στα γαλλικά - encombre, dérangement, embarras, achoppement, entrave, obstacle, portillon, ...
  • εμπόριο στα γαλλικά - troc, profession, commercez, commercent, échange, industrie, commerçons, ...
  • εμφάνιση στα γαλλικά - air, voila, prestige, aspect, semblant, attendre, apparence, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπόρευμα στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: article, marchandise, commodité, biens, produit, denrée, produits, marchandises