Compulsif στα ελληνικά

Μετάφραση: compulsif, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παθολογικός, καταπιεστικός, πιεστικός, ψυχαναγκαστική, καταναγκαστική
Compulsif στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • comptés στα ελληνικά - καταμέτρηση, μετρήθηκαν, υπολογίζονται, υπολογίζεται, συνυπολογίζονται
  • compulser στα ελληνικά - ανατρέχω, ανακόπτω, αποδέχομαι, υλοποιούμαι, καρέ, δέχομαι, βλέπω, ...
  • computer στα ελληνικά - λογαριάζω, μετρώ, κόμης, υπολογίζω, υπολογιστή, υπολογιστής, υπολογιστών, ...
  • compère στα ελληνικά - συνένοχος, συνεργός, συνεργό, συνεργού, συνένοχο
Τυχαίες λέξεις
Compulsif στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παθολογικός, καταπιεστικός, πιεστικός, ψυχαναγκαστική, καταναγκαστική