Conditionnent στα ελληνικά
Μετάφραση: conditionnent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάσταση, πάθηση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, όρος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ancien στα ελληνικά - μπαγιάτικος, παλαιός, πρωτόγονος, ηλικίας, παρελθόν, γέρος, γέρικος, ...
- berna στα ελληνικά - Berna, Η Berna
- bâtisseur στα ελληνικά - κτίστης, οικοδόμος, χτίστης, Builder, κατασκευαστή, Δόμηση, κατασκευαστής
- candeur στα ελληνικά - αφέλεια, αθωότητα, απλότητα, αγνότητα, ειλικρίνεια, ευθύτητα, ειλικρίνειας, ...
Τυχαίες λέξεις
Conditionnent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάσταση, πάθηση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, όρος
Μεταφράσεις: κατάσταση, πάθηση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, όρος