Confident στα ελληνικά
Μετάφραση: confident, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαχειριστής, σίγουρος, έμπιστος, θεματοφύλακας, έμπιστος φίλος, έμπιστο, στενός, στενός φίλος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accédés στα ελληνικά - πρόσβαση, προσπελαστεί, προσβάσιμο, προσβάσιμες, η πρόσβαση
- affligèrent στα ελληνικά - στενοχωρούνται, πληγεί, πλήττονται, προσβληθεί, που πλήττονται
- altruisme στα ελληνικά - ψυχικό, φιλαλληλία, αλτρουϊσμός, αλτρουισμό, αλτρουισμός, αλτρουισμού
- calmir στα ελληνικά - νηνεμία, ήσυχος, ησυχασμός
Τυχαίες λέξεις
Confident στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαχειριστής, σίγουρος, έμπιστος, θεματοφύλακας, έμπιστος φίλος, έμπιστο, στενός, στενός φίλος
Μεταφράσεις: διαχειριστής, σίγουρος, έμπιστος, θεματοφύλακας, έμπιστος φίλος, έμπιστο, στενός, στενός φίλος