Έμπιστος στα γαλλικά
Μετάφραση: έμπιστος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confident, affidée, loyal, sûr, fidèle, de confiance
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έμπιστος
έμπιστος συνόνυμα, έμπιστος αντίθετο, έμπιστος λεξικό γλώσσας γαλλικά, έμπιστος στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- έμβολο στα γαλλικά - piston, pistons, piston de, le piston, à piston
- έμβρυο στα γαλλικά - foetus, embryon, embryonnaire, fruit, germe, fœtus, le fœtus, ...
- έμπνευση στα γαλλικά - trouvaille, aspiration, inspiration, illumination, l'inspiration, d'inspiration, inspirer, ...
- έμπορας στα γαλλικά - mercantile, acheteur, commercial, commerçant, marchand, négociant, marchande, ...
Τυχαίες λέξεις
Έμπιστος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: confident, affidée, loyal, sûr, fidèle, de confiance
Μεταφράσεις: confident, affidée, loyal, sûr, fidèle, de confiance