Débit στα ελληνικά
Μετάφραση: débit, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπραγμάτευση, εκπτώσεις, χρέωση, τζίρος, ρέω, ροή, φθίση, κατανάλωση, διάθεση, πώληση, κίνηση, χρεωστική, χρεωστικές, χρεωστικής, χρεωστικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adroit στα ελληνικά - εύχρηστος, γοργός, ειδικός, κηλίδα, ικανός, προχωρημένος, αιφνίδιος, ...
- camomille στα ελληνικά - χαμομήλι, χαμομηλιού, το χαμομήλι, chamomile
- causâmes στα ελληνικά - συνδιαλεγόμενα, κουβεντιάζαμε, συνομίλησε, συζήτησε, συνομίλησαν
Τυχαίες λέξεις
Débit στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπραγμάτευση, εκπτώσεις, χρέωση, τζίρος, ρέω, ροή, φθίση, κατανάλωση, διάθεση, πώληση, κίνηση, χρεωστική, χρεωστικές, χρεωστικής, χρεωστικών
Μεταφράσεις: διαπραγμάτευση, εκπτώσεις, χρέωση, τζίρος, ρέω, ροή, φθίση, κατανάλωση, διάθεση, πώληση, κίνηση, χρεωστική, χρεωστικές, χρεωστικής, χρεωστικών