Διαπραγμάτευση στα γαλλικά
Μετάφραση: διαπραγμάτευση, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vente, débit, négociation, négociations, la négociation, de négociation, négocier
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπραγμάτευση
διαπραγμάτευση μετοχών τράπεζας κύπρου, διαπραγμάτευση μισθού, διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, διαπραγμάτευση warrants, διαπραγμάτευση κατά τον πιστωτικό έλεγχο, διαπραγμάτευση λεξικό γλώσσας γαλλικά, διαπραγμάτευση στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- διαπράττω στα γαλλικά - consacrer, perpétrons, commettent, investir, confier, dédier, permettre, ...
- διαπρέπω στα γαλλικά - primer, exceller, distinguer, surpasser, prééminent, prééminente, excellence, ...
- διαπραγματευτής στα γαλλικά - négociateur, négociateur en, le négociateur, négociatrice, de négociateur
- διαπραγματεύομαι στα γαλλικά - aliéner, négocient, négocions, négocier, régler, vendre, arranger, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαπραγμάτευση στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: vente, débit, négociation, négociations, la négociation, de négociation, négocier
Μεταφράσεις: vente, débit, négociation, négociations, la négociation, de négociation, négocier