Début στα ελληνικά
Μετάφραση: début, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεκίνημα, αυγή, γέννηση, έναρξη, αρχή, αρχίζω, πρώτος, προέλευση, ξεκινώ, γέννα, αρχίζει, ξεκινούν, αρχίζουν, που ξεκινούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amarrée στα ελληνικά - αγκυροβολημένο, αγκυροβολημένα, προσδένονται, προσδεδεμένα, προσδεθεί
- certifiant στα ελληνικά - πιστοποίησης, πιστοποίηση, την πιστοποίηση, πιστοποίησης που, πιστοποιεί
- cessent στα ελληνικά - παύω, κατάπαυση, παύουν, κατάπαυση του, κατάπαυσης του, κατάπαυσης
Τυχαίες λέξεις
Début στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεκίνημα, αυγή, γέννηση, έναρξη, αρχή, αρχίζω, πρώτος, προέλευση, ξεκινώ, γέννα, αρχίζει, ξεκινούν, αρχίζουν, που ξεκινούν
Μεταφράσεις: ξεκίνημα, αυγή, γέννηση, έναρξη, αρχή, αρχίζω, πρώτος, προέλευση, ξεκινώ, γέννα, αρχίζει, ξεκινούν, αρχίζουν, που ξεκινούν