Dépenaillé στα ελληνικά
Μετάφραση: dépenaillé, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρελιασμένος, σαραβαλιασμένος, ερειπωμένο, ερειπωμένα, παλαιότητα, ερειπωμένες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absolution στα ελληνικά - ύφεση, άφεση, απαλλαγή, αθώωση, απόφεση, συγνώμη, άφεση αμαρτιών
- athéisme στα ελληνικά - αθεϊσμός, αθεϊσμό, αθεϊσμού, αθεΐα, τον αθεϊσμό
- bamboche στα ελληνικά - νευρόσπαστο, γαρίδα, κούκλα, πιπίλα
Τυχαίες λέξεις
Dépenaillé στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρελιασμένος, σαραβαλιασμένος, ερειπωμένο, ερειπωμένα, παλαιότητα, ερειπωμένες
Μεταφράσεις: κουρελιασμένος, σαραβαλιασμένος, ερειπωμένο, ερειπωμένα, παλαιότητα, ερειπωμένες