Déshabillé στα ελληνικά
Μετάφραση: déshabillé, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξέντυτος, ακατέργαστη, γδυθεί, ξύλεία, άντυτο
Μεταφράσεις
- assermentation στα ελληνικά - Οι όρκοι, όρκοι, όρκους, τους όρκους, όρκους ανάληψης
- bloquez στα ελληνικά - στηρίγματα, φραγμός, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
- bue στα ελληνικά - φέσι, μεθυσμένος, στο BUE, θάλαμο του κινητήρα BUE
- claqueter στα ελληνικά - κακαρίζω, κακκαρίζω σαν κότα
Τυχαίες λέξεις
Déshabillé στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξέντυτος, ακατέργαστη, γδυθεί, ξύλεία, άντυτο
Μεταφράσεις: ξέντυτος, ακατέργαστη, γδυθεί, ξύλεία, άντυτο