Dotation στα ελληνικά
Μετάφραση: dotation, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χάρισμα, υποτροφία, επιχορηγώ, προικοδότηση, επιδότηση, χορηγώ, επιχορήγηση, επίδομα, όργανο, κληροδότημα, κονδυλίου, προικώο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aménagée στα ελληνικά - επιπλωμένο, επιπλωμένα, επίπλωση, παρέχεται, επιπλωμένη
- apprendre στα ελληνικά - αποκτώ, διδάσκω, ακούω, μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, ...
- bigot στα ελληνικά - φανατικός, φανατικό, μισαλλόδοξος, μισαλλόδοξο
- collectionné στα ελληνικά - συλλέγονται, συλλέχθηκαν, συλλέγεται, που συλλέγονται, συλλέχθηκε
Τυχαίες λέξεις
Dotation στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χάρισμα, υποτροφία, επιχορηγώ, προικοδότηση, επιδότηση, χορηγώ, επιχορήγηση, επίδομα, όργανο, κληροδότημα, κονδυλίου, προικώο
Μεταφράσεις: χάρισμα, υποτροφία, επιχορηγώ, προικοδότηση, επιδότηση, χορηγώ, επιχορήγηση, επίδομα, όργανο, κληροδότημα, κονδυλίου, προικώο