Droguerie στα ελληνικά

Μετάφραση: droguerie, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαρμακείο, κατάστημα υλικού, κατάστημα σιδηρικών, αποθήκη υλικού, χώρο αποθήκευσης υλικού, κατάστημα σιδερικών
Droguerie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accrochés στα ελληνικά - κρέμασμα, κρέμονται, κρέμεται, που κρέμονται, που κρέμεται
  • amortisseur στα ελληνικά - αμορτισέρ, απορρόφησης κραδασμών, μέσο απορρόφησης κραδασμών, αποσβεστήρα, αποσβεστήρα κραδασμών
  • asséna στα ελληνικά - Massena, Μασένα, Μασίνα, Μασενά, Massena του
  • boudée στα ελληνικά - απέφευγε, αποφεύγουν, αποφεύγονται, απέφυγε, απέφυγαν
Τυχαίες λέξεις
Droguerie στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαρμακείο, κατάστημα υλικού, κατάστημα σιδηρικών, αποθήκη υλικού, χώρο αποθήκευσης υλικού, κατάστημα σιδερικών