Engraisser στα ελληνικά
Μετάφραση: engraisser, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χοντρός, σιτίζω, παχουλός, τροφοδοτώ, ταΐζω, χόνδρος, λίπος, εμπλουτίζω, κοπριά, τροφαντός, παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, πάχυνση των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assurées στα ελληνικά - ασφαλισμένο, ασφαλισμένος, ασφαλισμένοι, ασφαλισμένου, ασφαλισμένα
- bimensuel στα ελληνικά - κάθε δεύτερο μήνα, διμηνιαίος, δίμηνος, διμηνιαίο, διμηνιαία
- blessent στα ελληνικά - τραυλισμός, τραύμα, τραυματίζω, λαβώνω, ψεύδισμα, τραυματισμός, ψευδίζω, ...
- citée στα ελληνικά - πράξεις, παρατίθενται, παρατίθεται, που αναφέρονται, που αναφέρεται
Τυχαίες λέξεις
Engraisser στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χοντρός, σιτίζω, παχουλός, τροφοδοτώ, ταΐζω, χόνδρος, λίπος, εμπλουτίζω, κοπριά, τροφαντός, παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, πάχυνση των
Μεταφράσεις: χοντρός, σιτίζω, παχουλός, τροφοδοτώ, ταΐζω, χόνδρος, λίπος, εμπλουτίζω, κοπριά, τροφαντός, παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, πάχυνση των