Engrenage στα ελληνικά
Μετάφραση: engrenage, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίχτυ, ταχύτητα, πλέγμα, προσαρμόζω, ζεύξη, μόχλευσης, οδοντωτών τροχών, δανειοδότησης, gearing, γραναζιών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ajournant στα ελληνικά - διακόπτουμε, διακόψουμε, αναβολή, την αναβολή
- asséchons στα ελληνικά - στραγγίζω, οχετός
- barbouilleur στα ελληνικά - daubster
- barde στα ελληνικά - πανοπλία, βάρδος, Bard, βάρδου, βάρδων, βάρδο
Τυχαίες λέξεις
Engrenage στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίχτυ, ταχύτητα, πλέγμα, προσαρμόζω, ζεύξη, μόχλευσης, οδοντωτών τροχών, δανειοδότησης, gearing, γραναζιών
Μεταφράσεις: δίχτυ, ταχύτητα, πλέγμα, προσαρμόζω, ζεύξη, μόχλευσης, οδοντωτών τροχών, δανειοδότησης, gearing, γραναζιών