Enrichissent στα ελληνικά
Μετάφραση: enrichissent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπλουτίζω, εμπλουτίσουν, εμπλουτίζουν, εμπλουτίσει, τον εμπλουτισμό, εμπλουτίσετε την
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abouties στα ελληνικά - επιτυγχάνεται, επιτευχθεί, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, ολοκληρωθεί
- actuaire στα ελληνικά - αναλογιστής, αναλογιστή, αναλογιστή με, αναλογιστού
- admets στα ελληνικά - εισάγω, παραδέχομαι, Σύμφωνοι, Χορήγησε, Χορηγούνται, που χορηγούνται, Χορηγηθείσες
- alpiniste στα ελληνικά - ορειβάτης, Mountaineer, ορειβάτη, ορεσίβιος, αλπινιστής
Τυχαίες λέξεις
Enrichissent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπλουτίζω, εμπλουτίσουν, εμπλουτίζουν, εμπλουτίσει, τον εμπλουτισμό, εμπλουτίσετε την
Μεταφράσεις: εμπλουτίζω, εμπλουτίσουν, εμπλουτίζουν, εμπλουτίσει, τον εμπλουτισμό, εμπλουτίσετε την