Fondamental στα ελληνικά

Μετάφραση: fondamental, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιχειώδης, ύστατος, πρωταρχικός, απώτατος, ζωτικός, θεμελιώδης, τελικός, ριζικός, κλειδί, καρδινάλιος, βασικός, έσχατος, πρώτος, συνδετήρας, απαραίτητος, κεντρικός, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών
Fondamental στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • affamer στα ελληνικά - πεινώ, λιμοκτονώ, πεθαίνω της πείνας, λιμοκτονήσουν, λιμοκτονούν, να λιμοκτονήσουν, λιμοκτονήσει
  • arrêtai στα ελληνικά - σταμάτησε, σταμάτησαν, σταματήσει, διακόπτεται, διακοπεί
  • bibliothécaire στα ελληνικά - βιβλιοθηκάριος, βιβλιοθηκονόμος, βιβλιοθηκονόμο, βιβλιοθηκονόμου, βιβλιοθηκάριο
  • brouillon στα ελληνικά - μεμψίμοιρος, ακατάστατος, άτακτος, σκίτσο, φιλόνικος, διατυπώνω, χαώδης, ...
Τυχαίες λέξεις
Fondamental στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιχειώδης, ύστατος, πρωταρχικός, απώτατος, ζωτικός, θεμελιώδης, τελικός, ριζικός, κλειδί, καρδινάλιος, βασικός, έσχατος, πρώτος, συνδετήρας, απαραίτητος, κεντρικός, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών