Gêner στα ελληνικά
Μετάφραση: gêner, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπος, σκοτίζομαι, παρακωλύω, ταλαιπωρία, παρεμβαίνω, πρεσάρω, κράμπα, μπελάς, αποτρέπω, παρενοχλώ, προλαβαίνω, ενοχλώ, πιέζω, δυσχεραίνω, ενοχλούμαι, εμποδίζω, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, παρεμποδίσει, εμποδίσουν, παρακωλύουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abouties στα ελληνικά - επιτυγχάνεται, επιτευχθεί, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, ολοκληρωθεί
- abrutit στα ελληνικά - stupefies
- cassons στα ελληνικά - διάλειμμα, σπάζω, αντεπίθεση, διάλλειμα, ας, ας το, ας υποθέσουμε
- combine στα ελληνικά - ξεγελώ, κόλπο, τρικ, ρυτιδώνω, ζάρα, ρυτίδα, συνδυάζει, ...
Τυχαίες λέξεις
Gêner στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπος, σκοτίζομαι, παρακωλύω, ταλαιπωρία, παρεμβαίνω, πρεσάρω, κράμπα, μπελάς, αποτρέπω, παρενοχλώ, προλαβαίνω, ενοχλώ, πιέζω, δυσχεραίνω, ενοχλούμαι, εμποδίζω, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, παρεμποδίσει, εμποδίσουν, παρακωλύουν
Μεταφράσεις: κόπος, σκοτίζομαι, παρακωλύω, ταλαιπωρία, παρεμβαίνω, πρεσάρω, κράμπα, μπελάς, αποτρέπω, παρενοχλώ, προλαβαίνω, ενοχλώ, πιέζω, δυσχεραίνω, ενοχλούμαι, εμποδίζω, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, παρεμποδίσει, εμποδίσουν, παρακωλύουν