Gros στα ελληνικά
Μετάφραση: gros, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχυρός, εύσαρκος, αγροίκος, πυκνός, έντονος, ακαθάριστος, λίπος, δυναμικός, χονδροειδής, παράφορος, εύσωμος, ρωμαλέος, ισχύων, κραταιός, γερός, ψηλός, μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- angle στα ελληνικά - εσοχή, γωνία, κόρνα, σάλπιγγα, στριμώχνω, γωνίας, οπτική γωνία, ...
- apaisement στα ελληνικά - νηνεμία, ήρεμος, κατευνασμός, κατευνασμού, κατευνασμό, εκτόνωση, ο κατευνασμός
- aquarium στα ελληνικά - ενυδρείο, ενυδρείου, ενυδρείων, του ενυδρείου, το ενυδρείο
Τυχαίες λέξεις
Gros στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχυρός, εύσαρκος, αγροίκος, πυκνός, έντονος, ακαθάριστος, λίπος, δυναμικός, χονδροειδής, παράφορος, εύσωμος, ρωμαλέος, ισχύων, κραταιός, γερός, ψηλός, μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
Μεταφράσεις: ισχυρός, εύσαρκος, αγροίκος, πυκνός, έντονος, ακαθάριστος, λίπος, δυναμικός, χονδροειδής, παράφορος, εύσωμος, ρωμαλέος, ισχύων, κραταιός, γερός, ψηλός, μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα