Guérison στα ελληνικά
Μετάφραση: guérison, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνίζω, ανάρρωση, παστώνω, θεραπεύω, αλατίζω, επούλωση, θεραπεία, επούλωσης, την επούλωση, θεραπευτικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affaiblit στα ελληνικά - αποδυναμώνει, εξασθενεί, εξασθενίζει, αδυνατίζει, αποδυναμώνει την
- captivés στα ελληνικά - συναρπάσει, enthralled, ενθουσιασμένη, θρυλικές, εντυπωσιασμένου
- chypre στα ελληνικά - Κύπρος
- commercial στα ελληνικά - δουλειές, εμπορικός, υπόθεση, δουλειά, έμπορας, επιχείρηση, διαφήμιση, ...
Τυχαίες λέξεις
Guérison στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνίζω, ανάρρωση, παστώνω, θεραπεύω, αλατίζω, επούλωση, θεραπεία, επούλωσης, την επούλωση, θεραπευτικές
Μεταφράσεις: καπνίζω, ανάρρωση, παστώνω, θεραπεύω, αλατίζω, επούλωση, θεραπεία, επούλωσης, την επούλωση, θεραπευτικές