Λέξη: σαλιγκάρι

Σχετικές λέξεις: σαλιγκάρι

σαλιγκάρι βικιπαίδεια, σαλιγκάρι conus marmoreus, σαλιγκάρι στο νηπιαγωγείο, σαλιγκάρι ονειροκρίτης, σαλιγκάρι τραγούδι, σαλιγκάρι κώνος, σαλιγκάρι bob 5, σαλιγκάρι στα αγγλικά, σαλιγκάρι με κασκόλ, σαλιγκάρι παιχνίδι

Συνώνυμα: σαλιγκάρι

σάλιαγκος, κοχλίας

Μεταφράσεις: σαλιγκάρι

σαλιγκάρι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
snail, snails, a snail

σαλιγκάρι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
caracol, de caracol, del caracol, caracoles, caracol de

σαλιγκάρι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schnecke, Schnecke, Schnecken, snail

σαλιγκάρι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
colimaçon, limace, limaçon, escargot, volute, snail, escargots, d'escargot, l'escargot

σαλιγκάρι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lumaca, chiocciola, snail, di lumaca, lumache

σαλιγκάρι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
liso, caracol, animal, alisar, acariciar, snail, do caracol, caramujo, caracol de

σαλιγκάρι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huisjesslak, slak, snail, slak van, slakken, De slak

σαλιγκάρι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спираль, улитка, тихоход, слизняк, улитки, улиткой, улиток, улитку

σαλιγκάρι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
snegl, snegle, sneglen, snail, brev

σαλιγκάρι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
snigel, snäcka, snail, snigeln, snailen

σαλιγκάρι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
etana, snail, etanan, snailkuva, etanat

σαλιγκάρι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
snegl, sneglen, snail, snegle

σαλιγκάρι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šnek, slimák, hlemýžď, šnečí, snail, plž

σαλιγκάρι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ślimak, Snail, limak, ślimaka

σαλιγκάρι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csiga, snail, csigát, a csiga

σαλιγκάρι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sümüklüböcek, salyangoz, salyangozu, snail, bir salyangoz

σαλιγκάρι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
слимак, равлик, улитка, трубка

σαλιγκάρι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përtac, kërmill, kërmilli, kermilli, kërmill të

σαλιγκάρι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
охлюв, охлюви, на охлюв, Охлювът

σαλιγκάρι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сьлiмак, слімак, смоўж, смаўжыха

σαλιγκάρι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tigu, snail, teo, etanan, tigude

σαλιγκάρι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lijenčina, puž, danguba, spirala, puževa, puža, i puž, puževi

σαλιγκάρι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snigill, Snail

σαλιγκάρι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cochlea

σαλιγκάρι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sraigė, SNAIL, sraigės, sėdynėmis SNAIL

σαλιγκάρι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gliemezis, gliemežu, gliemeži, gliemeža, snail

σαλιγκάρι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
полжавот, полжав, полжави, на полжави

σαλιγκάρι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
melc, melci, de melc, melcul, melcilor

σαλιγκάρι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
polž, snail, polža, polže, polžev

σαλιγκάρι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slimák, slimákov, snail

Στατιστικά δημοτικότητας: σαλιγκάρι

Τυχαίες λέξεις