Incessant στα ελληνικά
Μετάφραση: incessant, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδελεχής, συνεχής, παντοτινός, αδιάκοπος, διαρκής, μόνιμος, ασταμάτητος, επίμονος, ακατάπαυστος, αδιάλειπτη, αδιάκοπη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aplanirent στα ελληνικά - εξομαλύνεται, εξομαλύνονται, εξομαλυνθεί, λειαίνονται, εξομάλυνση
- autocar στα ελληνικά - πούλμαν, προπονητής, προπονώ, άμαξα, προπονητή, λεωφορείο, λεωφορείων
- basons στα ελληνικά - βάθρο, ευτελής, βασίζονται, στηρίζονται, επικαλεστεί, στηριχθεί, επικαλούνται
- brider στα ελληνικά - αναχαιτίζω, μετριάζω, περιλαμβάνω, σφίγγω, χαλιναγωγώ, μέτριος, περιέχω, ...
Τυχαίες λέξεις
Incessant στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδελεχής, συνεχής, παντοτινός, αδιάκοπος, διαρκής, μόνιμος, ασταμάτητος, επίμονος, ακατάπαυστος, αδιάλειπτη, αδιάκοπη
Μεταφράσεις: ενδελεχής, συνεχής, παντοτινός, αδιάκοπος, διαρκής, μόνιμος, ασταμάτητος, επίμονος, ακατάπαυστος, αδιάλειπτη, αδιάκοπη