Ασταμάτητος στα γαλλικά

Μετάφραση: ασταμάτητος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
incessant, continuel, continu, perpétuel, imparable, irrésistible, irrépressible, inéluctable, impossible à arrêter
Ασταμάτητος στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασταμάτητος

ασταμάτητος βήχας, ασταμάτητος συνωνυμα, ασταμάτητος θηλασμός, ασταμάτητος λεξικό γλώσσας γαλλικά, ασταμάτητος στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • ασταθής στα γαλλικά - versatile, hésitant, capricieux, irrésolu, quinteux, instable, chancelant, ...
  • αστακός στα γαλλικά - homard, le homard, homards, du homard, de homard
  • αστείο στα γαλλικά - plaisanter, esprit, bâillonner, plaisanterie, drôlerie, blague, rigolade, ...
  • αστείος στα γαλλικά - plaisant, rigolo, jovial, singulier, bizarre, dérisoire, drolatique, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασταμάτητος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: incessant, continuel, continu, perpétuel, imparable, irrésistible, irrépressible, inéluctable, impossible à arrêter