Incommodément στα ελληνικά
Μετάφραση: incommodément, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άβολα, inconveniently, ενοχλητικά, είναι ενοχλητικά, έχουν πρακτικό, ακατάλληλα καταχωρημένες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affectuosité στα ελληνικά - ζεστασιά, στοργικότητα
- bonde στα ελληνικά - πρίζα, βύσμα, γόμφος, πώμα, πώματος, πώμα από, βύσματος, ...
- carcasse στα ελληνικά - πλαίσιο, σώμα, καβούκι, σκαλωσιά, δομή, πλαισιώνω, οβίδα, ...
- collectif στα ελληνικά - όμιλος, κοψίδι, μοιρασμένος, αμοιβαίος, σύμπλεγμα, γόμφος, συγκρότημα, ...
Τυχαίες λέξεις
Incommodément στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άβολα, inconveniently, ενοχλητικά, είναι ενοχλητικά, έχουν πρακτικό, ακατάλληλα καταχωρημένες
Μεταφράσεις: άβολα, inconveniently, ενοχλητικά, είναι ενοχλητικά, έχουν πρακτικό, ακατάλληλα καταχωρημένες