Indigène στα ελληνικά

Μετάφραση: indigène, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδοχώρα, σπίτι, εσωτερικώς, οικιακός, καθομιλούμενος, ιθαγενής, γηγενής, κατοικίδιος, εσωτερικός, ντόπιος, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού
Indigène στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accommoder στα ελληνικά - κανονίζω, ντύνω, διασκευάζω, προμηθεύω, φόρεμα, επιβάλλω, θεσπίζω, ...
  • apporta στα ελληνικά - έφερε, έφεραν, ασκήθηκε, άσκησε, που ασκήθηκε
  • compagnon στα ελληνικά - ακόλουθος, κολλητός, άντρας, φιλαράκος, φίλος, αδερφός, αδελφός, ...
Τυχαίες λέξεις
Indigène στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδοχώρα, σπίτι, εσωτερικώς, οικιακός, καθομιλούμενος, ιθαγενής, γηγενής, κατοικίδιος, εσωτερικός, ντόπιος, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού