Οικιακός στα γαλλικά
Μετάφραση: οικιακός, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ménager, ménage, maisonnée, famille, foyer, maison, familier, domestique, national, indigène, intérieur, ménages
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικιακός
οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός αποστακτήρας αιθέριων ελαίων, οικιακός κοπτοράπτης, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός βιολογικός καθαρισμός κόστος, οικιακός λεξικό γλώσσας γαλλικά, οικιακός στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- οικειοποιούμαι στα γαλλικά - compétent, approprier, utile, affecter, congru, approprions, attribuer, ...
- οικειότητα στα γαλλικά - connaissance, familiarité, intimité, l'intimité, d'intimité, intime
- οικισμός στα γαλλικά - accord, arrangement, pacte, possession, hameau, peuplement, colonie, ...
- οικιστής στα γαλλικά - décanteur, colon, colons, des colons, immigrant
Τυχαίες λέξεις
Οικιακός στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: ménager, ménage, maisonnée, famille, foyer, maison, familier, domestique, national, indigène, intérieur, ménages
Μεταφράσεις: ménager, ménage, maisonnée, famille, foyer, maison, familier, domestique, national, indigène, intérieur, ménages