Inhabile στα ελληνικά
Μετάφραση: inhabile, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατζαμής, αδαής, αναποτελεσματικός, αδέξιος, αποκλειστεί, αποκλείονται, αποκλειστούν, αποκλείεται, ακυρωθεί
Μεταφράσεις
- acérée στα ελληνικά - αιχμηρός, απότομη, αιχμηρά, αιχμηρές, αιχμηρό
- avarient στα ελληνικά - ζημιά, βλάπτω, βλάβη, λάφυρα, λαφύρων, λυματολάσπες, λείας, ...
- cartographie στα ελληνικά - χαρτογραφία, χαρτογράφιση, χαρτογραφίας, χαρτογράφηση, χαρτογραφία γεωγραφικό πλάτος
- chiot στα ελληνικά - κουταβάκι, κουτάβι, το κουτάβι, κουταβιού, κουταβιών, σκυλάκι
Τυχαίες λέξεις
Inhabile στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατζαμής, αδαής, αναποτελεσματικός, αδέξιος, αποκλειστεί, αποκλείονται, αποκλειστούν, αποκλείεται, ακυρωθεί
Μεταφράσεις: ατζαμής, αδαής, αναποτελεσματικός, αδέξιος, αποκλειστεί, αποκλείονται, αποκλειστούν, αποκλείεται, ακυρωθεί