Λέξη: πυκνότητα

Σχετικές λέξεις: πυκνότητα

πυκνότητα λαδιού, πυκνότητα πάγου, πυκνότητα βενζίνης, πυκνότητα χαλκού, πυκνότητα σιδήρου, πυκνότητα χρυσού, πυκνότητα νερού, πυκνότητα αέρα, πυκνότητα ρεύματος, πυκνότητα φυσικού αερίου

Συνώνυμα: πυκνότητα

βραδύνοια, εγγύτητα, στενότητα, στενότης, εγγύτης, ομοιότητα, συνοχή, συνέπεια, σταθερότητα

Μεταφράσεις: πυκνότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
thickness, density, consistency, density of, a density, a density of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espesor, densidad, grosor, densidad de, la densidad, de densidad, la densidad de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dichtheit, schichtdicke, dicke, dichte, Dichte
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
consistance, abondance, viandée, densité, épaisseur, grosseur, couche, la densité, masse volumique, densité de, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grossezza, spessore, densità, densità di, la densità, di densità, della densità
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mata, espessura, densidade, densidade de, a densidade, de densidade, da densidade
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lijvigheid, dikte, dichtheid, densiteit, density, de dichtheid, dichtheid van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
толщина, слой, плотность, густота, толща, запущенность, плотности, плотностью, концентрация
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tykkelse, tetthet, tettheten, densitet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
densitet, täthet, densiteten, tätheten
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paksuus, sakeus, tiheys, tiheyden, tiheyttä, tiheys on, tiheyteen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tæthed, densitet, massefylde, density, densiteten
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hustota, tloušťka, vrstva, hustoty, hustotou, hustotu, hustotě
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gęstość, miąższość, częstość, grubość, warstwa, gęstości, zagęszczenie, gęstością
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vastagság, sűrűség, sűrűségű, sűrűsége, sűrűségét, sűrűséget
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yoğunluk, yoğunluğu, yoğunluklu, yoğunlukta, dansiteli
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
товщина, верству, прошарок, шар, верства, щільність, густина, густину
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dendësi, densitet, dendësia, densiteti, dendësia e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плътност, гъстота, плътността, плътност на, гъстота на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шчыльнасць, шчыльнасьць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paksus, tihedus, tihedusega, tiheduse, tihedust, tihedusest
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gustoća, debljina, gustoće, gustoću, gusto, gustoći
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þéttleiki, þéttleika, eðlismassi, eðlismassa, þéttni
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
densitas
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tankis, skaičius, tankio, tankumas, tankį
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
blīvums, blīvuma, blīvumu, blīvums ir, blīvumam
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
густина, густината, густина на, густината на, на густината
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
grosime, densitate, densitatea, densității, densitate de, de densitate
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gostota, gostote, gostoto
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hustota, hustotu, hustotou, hustoty, hmotnosť

Στατιστικά δημοτικότητας: πυκνότητα

Τυχαίες λέξεις