Insoluble στα ελληνικά

Μετάφραση: insoluble, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδιάλυτος, αδιάλυτο, αδιάλυτα, αδιάλυτη, αδιάλυτες
Insoluble στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amarrés στα ελληνικά - αγκυροβολημένο, αγκυροβολημένα, προσδένονται, προσδεδεμένα, προσδεθεί
  • avenue στα ελληνικά - λεωφόρος, οδηγώ, Avenue, Λεωφόρο, Λεωφ, Λεωφόρου
  • brigandage στα ελληνικά - ληστεία, ληστείας, ληστειών, ληστείες, ληστειών στα
  • chaudronnier στα ελληνικά - χαλκουργός, χαλκωματάς, χαλκουργού, χαλκέως, του χαλκουργού
Τυχαίες λέξεις
Insoluble στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδιάλυτος, αδιάλυτο, αδιάλυτα, αδιάλυτη, αδιάλυτες