Intérieur στα ελληνικά
Μετάφραση: intérieur, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έντερο, κατοικίδιος, ενδοχώρα, μέσα, οικιακός, εσωτερικός, πνευματικός, εσωτερικώς, εσωτερικό, εντός, στο εσωτερικό, μέσα σε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- astreintes στα ελληνικά - κυρώσεις, κυρώσεων, ποινές, ποινών, κυρώσεις που
- clarifient στα ελληνικά - αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω, διευκρινίσει, αποσαφηνίσει, αποσαφήνιση, να διευκρινίσει, διευκρινιστεί
- compagnon στα ελληνικά - ακόλουθος, κολλητός, άντρας, φιλαράκος, φίλος, αδερφός, αδελφός, ...
- comptable στα ελληνικά - αναφορά, σημασία, ελεγκτής, λογιστής, λογαριασμός, λογιστή, Accountant, ...
Τυχαίες λέξεις
Intérieur στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έντερο, κατοικίδιος, ενδοχώρα, μέσα, οικιακός, εσωτερικός, πνευματικός, εσωτερικώς, εσωτερικό, εντός, στο εσωτερικό, μέσα σε
Μεταφράσεις: έντερο, κατοικίδιος, ενδοχώρα, μέσα, οικιακός, εσωτερικός, πνευματικός, εσωτερικώς, εσωτερικό, εντός, στο εσωτερικό, μέσα σε