Λέξη: κατάστημα

Σχετικές λέξεις: κατάστημα

κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, κατάστημα forthnet, κατάστημα γερμανός, κατάστημα κωτσόβολος, κατάστημα αθλητικών ειδών, κατάστημα πλαίσιο, κατάστημα cosmote, κατάστημα wind, κατάστημα ηλεκτρονικών, κατάστημα vodafone, ηλεκτρονικό κατάστημα

Συνώνυμα: κατάστημα

μαγαζί, εργαστήριο, αποθήκη, στοκ, μέγα ποσό, παρακαταθήκη, οικοδομή, κτίριο, κτήμα, ίδρυμα, θεσμός, σύσταση

Μεταφράσεις: κατάστημα

κατάστημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
premise, shop, store, premises, the store, branch

κατάστημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
premisa, suposición, tienda, taller, tienda de, la tienda, shop

κατάστημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
laden, prämisse, lokal, voraussetzung, annahme, geschäftslokal, Geschäft, Laden, Werkstatt, Shop

κατάστημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hypothèse, supposition, prémisse, boutique, magasin, atelier, la boutique, boutique en

κατάστημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
premessa, supposizione, shop, negozio, negozio di, bar, bottega

κατάστημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
loja, loja de, da loja, oficina, loja do

κατάστημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veronderstelling, onderstelling, winkel, shop, Winkelinrichting, webwinkel, winkel van

κατάστημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предпосылать, предпослать, недвижимость, предпосылка, помещение, магазин, магазина, цех, магазине

κατάστημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
betingelse, forutsetning, butikk, shop, butikken, salong

κατάστημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
butik, butiken, Shop, affär

κατάστημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
olettamus, oletus, otaksuma, myymälä, kauppa, Shop, ostoksia, kaupassa

κατάστημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
butik, shop, butikken, forretning, shoppen

κατάστημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
premisa, předpoklad, obchod, prodejna, Prints, Shop, nakupujte

κατάστημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przesłanka, obszar, posiadłość, lokal, założenie, sklep, warsztat, Shop, sklepu, sklep z

κατάστημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
premissza, bolt, Shop, üzlet, áruház, boltban

κατάστημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mağaza, dükkanı, dükkan, mağazası, alışveriş

κατάστημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прем'єри, магазин, крамниця, магазину, магазині

κατάστημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dyqan, shop, dyqani, dyqanin, dyqan të

κατάστημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
магазин, магазин за, Shop, магазин на, магазина

κατάστημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крама, магазін, краму

κατάστημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eeldus, kauplus, pood, epood, poes, shop

κατάστημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pretpostavka, prodavaonica, dućan, radionica, trgovina, trgovina za

κατάστημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forsenda, búð, Shop, verslun, versla, Verslunin

κατάστημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
parduotuvė, Shop, parduotuvės, parduotuvėje, parduotuvę

κατάστημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veikals, veikalam, veikalā, veikalu, veikalam ir

κατάστημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
продавница, магазин, продавница за, продавницата, shop

κατάστημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
supoziţie, magazin, shop, magazin de, magazinul, atelier

κατάστημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
premise, trgovina, trgovine, trgovina s, trgovino, trgovini

κατάστημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
premise, predpoklad, obchod, obchodovanie, obchodu

Στατιστικά δημοτικότητας: κατάστημα

Τυχαίες λέξεις