Irritable στα ελληνικά
Μετάφραση: irritable, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευερέθιστος, εύθικτος, ευαίσθητος, οξύθυμος, ευέξαπτος, πικρόχολος, ευερέθιστου, του ευερέθιστου, ευερέθιστο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- attristé στα ελληνικά - λυπημένος, θλιβερή, λυπηρό, θλιβερό, λυπημένο
- barillet στα ελληνικά - τύμπανο, βαρέλι, το βαρέλι, κύλινδρο, βαρελιού, κάννη
- civilisées στα ελληνικά - πολιτισμένος, πολιτισμένη, πολιτισμένο, πολιτισμένες, πολιτισμένης
Τυχαίες λέξεις
Irritable στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευερέθιστος, εύθικτος, ευαίσθητος, οξύθυμος, ευέξαπτος, πικρόχολος, ευερέθιστου, του ευερέθιστου, ευερέθιστο
Μεταφράσεις: ευερέθιστος, εύθικτος, ευαίσθητος, οξύθυμος, ευέξαπτος, πικρόχολος, ευερέθιστου, του ευερέθιστου, ευερέθιστο