Lassant στα ελληνικά

Μετάφραση: lassant, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανιαρός, μουντός, βαρετός, πληκτικός, μουχρός, βραδύς, κουραστικό, κουραστική, wearisome, διαδικασία εξαιρετικά κοπιαστική
Lassant στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bibliothèque στα ελληνικά - βιβλιοθήκη, βιβλιοθήκης, της βιβλιοθήκης, βιβλιοθηκών, η βιβλιοθήκη
  • certifièrent στα ελληνικά - μαρτυρούν, μαρτυρία για, κατέθεσε στην, κατέθεσε σε, μαρτυρείται
Τυχαίες λέξεις
Lassant στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανιαρός, μουντός, βαρετός, πληκτικός, μουχρός, βραδύς, κουραστικό, κουραστική, wearisome, διαδικασία εξαιρετικά κοπιαστική