Matériel στα ελληνικά

Μετάφραση: matériel, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αισθησιακός, δεκανέας, σωματικά, πράμα, αντιμετωπίζω, προσαρμόζω, σκεύος, ταχύτητα, σαρκικός, ύλη, φυσικός, εξοπλισμός, σωματικός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
Matériel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alléchés στα ελληνικά - δελεαστεί, προσελκύονται, δελεάζονται, δελεάζεται, παρασυρθούν
  • bouleversée στα ελληνικά - αναστατώνω, ταραγμένος, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
  • cellulose στα ελληνικά - κυτταρίνη, κυτταρίνης, της κυτταρίνης, κυτταρίνης που, κυπαρίνη
  • colonialiste στα ελληνικά - αποικιοκράτης, αποικιοκρατική, αποικιοκρατικής, αποικιοκρατικά, αποικιοκρατικών
Τυχαίες λέξεις
Matériel στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αισθησιακός, δεκανέας, σωματικά, πράμα, αντιμετωπίζω, προσαρμόζω, σκεύος, ταχύτητα, σαρκικός, ύλη, φυσικός, εξοπλισμός, σωματικός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού