Σαρκικός στα γαλλικά

Μετάφραση: σαρκικός, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corporel, charnel, physique, sensuel, matériel, charnelle, chair, la chair, de chair
Σαρκικός στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρκικός

σαρκικός πόλεμος, σαρκικός λεξικό γλώσσας γαλλικά, σαρκικός στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • σαρκασμός στα γαλλικά - fouir, fouiller, foncer, creuser, excaver, fouilles, piocher, ...
  • σαρκαστικός στα γαλλικά - sarcastique, corrosif, caustique, acerbe, poivré, narquois, mordant, ...
  • σαρκοβόρος στα γαλλικά - carnassier, carnivore, carnivores, carnassiers, carnassière
  • σαρκοφάγος στα γαλλικά - carnassier, sarcophage, sarcophages, sarcophage de, le sarcophage
Τυχαίες λέξεις
Σαρκικός στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: corporel, charnel, physique, sensuel, matériel, charnelle, chair, la chair, de chair