Ostensible στα ελληνικά

Μετάφραση: ostensible, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φανερός, εναργής, έκδηλος, επιδεικτικός, φιγουρατζής, εμφανής, φαινομενικός, περίβλεπτος, περίοπτος, προφανής, καταφανής, δήθεν, φαινομενική, φαινομενικά, φαινομενικό
Ostensible στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accoutumer στα ελληνικά - εξοικειώνω, συνηθίζω, εγκλιματίζομαι, εξοικειώνομαι, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, ...
  • arrosée στα ελληνικά - ποτίζονται, ποτίζεται, ποτίστηκαν, αποδυναμωθεί, ποτιστεί
  • atomique στα ελληνικά - πυρηνικός, ατομικός, Ατομικής, ατομική, ατομικό, ατομικών
  • berline στα ελληνικά - φορείο, sedan, σεντάν, sedan της, φορείων
Τυχαίες λέξεις
Ostensible στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φανερός, εναργής, έκδηλος, επιδεικτικός, φιγουρατζής, εμφανής, φαινομενικός, περίβλεπτος, περίοπτος, προφανής, καταφανής, δήθεν, φαινομενική, φαινομενικά, φαινομενικό