Partial στα ελληνικά
Μετάφραση: partial, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μερικός, προκατειλημμένος, θίγονται, θίγεται, διακυβεύονται, προδικάζεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affirmatif στα ελληνικά - εταιρία, αποφασιστικός, κατηγορηματικός, καθοριστικός, καταφατικός, εμφατικός, σταθερός, ...
- aromatisées στα ελληνικά - αρωματισμένα, αρωματισμένο, γεύση, αρωματισμένη, με γεύση
- assourdie στα ελληνικά - σίγαση, υποτονική, σε σίγαση, συγκρατημένη, απαλά
- attribuée στα ελληνικά - ανατεθεί, αποδίδεται, εκχωρηθεί, ανατίθενται, ειδικό προορισμό
Τυχαίες λέξεις
Partial στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μερικός, προκατειλημμένος, θίγονται, θίγεται, διακυβεύονται, προδικάζεται
Μεταφράσεις: μερικός, προκατειλημμένος, θίγονται, θίγεται, διακυβεύονται, προδικάζεται