Peignée στα ελληνικά
Μετάφραση: peignée, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασυρμός, χτενισμένα, χτενισμένες, κτενισμένες, χτενισμένο, λαναριστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accompagnée στα ελληνικά - συνοδεύονται, συνοδεύεται, συνοδευόμενη, συνοδευόμενο, συνοδεύτηκε
- affoler στα ελληνικά - συγκίνηση, πανικός, πανικού, πανικό, τον πανικό, ο πανικός
- carbonisa στα ελληνικά - απανθρακωμένα, απανθρακωμένη, απανθρακωμένο, απανθρακωμένοι, απανθρακωμένων
- classification στα ελληνικά - ταξινόμηση, κατάταξη, ταξινόμησης, κατάταξης, την ταξινόμηση
Τυχαίες λέξεις
Peignée στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασυρμός, χτενισμένα, χτενισμένες, κτενισμένες, χτενισμένο, λαναριστεί
Μεταφράσεις: διασυρμός, χτενισμένα, χτενισμένες, κτενισμένες, χτενισμένο, λαναριστεί