Percée στα ελληνικά
Μετάφραση: percée, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρήμα, χάσμα, κενό, διάλλειμα, σπάζω, αντεπίθεση, τρύπα, οπή, σχισμή, διάλειμμα, διέξοδος, επανάσταση, ανακάλυψη, επίτευγμα, επαναστατική, σημαντική ανακάλυψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abstinent στα ελληνικά - εύκρατος, κρατημένος, λιτός, ήπειρος, φειδωλός, επιφυλακτικός, εγκρατής, ...
- adultèrent στα ελληνικά - αλλοιώνω, νοθεύω, νοθευμένος, νοθεύεις, νοθεύουν, νόθευση των
- calumet στα ελληνικά - σωλήνας, αυλός, πίπα, σωλήνα, σωλήνων, του σωλήνα, σωληνώσεων
- complices στα ελληνικά - συνεργοί, συνένοχοι, συνεργούς, συνεργών, των συνεργών
Τυχαίες λέξεις
Percée στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρήμα, χάσμα, κενό, διάλλειμα, σπάζω, αντεπίθεση, τρύπα, οπή, σχισμή, διάλειμμα, διέξοδος, επανάσταση, ανακάλυψη, επίτευγμα, επαναστατική, σημαντική ανακάλυψη
Μεταφράσεις: τρήμα, χάσμα, κενό, διάλλειμα, σπάζω, αντεπίθεση, τρύπα, οπή, σχισμή, διάλειμμα, διέξοδος, επανάσταση, ανακάλυψη, επίτευγμα, επαναστατική, σημαντική ανακάλυψη